- ἀνάλαβε
- ἀναλαμβάνωtake upaor imperat act 2nd sgἀναλαμβάνωtake upaor ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνάλαβ' — ἀνάλαβε , ἀναλαμβάνω take up aor imperat act 2nd sg ἀνάλαβε , ἀναλαμβάνω take up aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Στράους — (Strauss). Οικογένεια Αυστριακών μουσικών, που ασχολήθηκαν με την οπερέτα και τη χορευτική μουσική. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της είναι: 1. Γιόχαν Σ. (Βιέννη 1804 – 1849), ο γενάρχης. Αφού ακολούθησε άτακτες σπουδές, επιβλήθηκε το 1819 ως… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… … Dictionary of Greek
Σαράιγ, Μωρίς Πωλ Εμμανουήλ — (Sarrail). Γάλλος στρατηγός (1856 1929). Το 1900, με το βαθμό του ταγματάρχη διορίστηκε υπασπιστής του στρατηγού Αντρέ, υπουργού των Στρατιωτικών. Από την εποχή αυτή άρχισαν και οι επαφές του με πολιτικούς κύκλους, στις τάξεις των οποίων… … Dictionary of Greek
Σαχίνης — Επώνυμο ναυτικής οικογένειας της Ύδρας, της οποίας σπουδαιότερα μέλη ήταν οι επόμενοι: 1. Δημήτριος (1759 1808). Ναυτικός, γιος του Αντώνιου Κιοσσέ. Υπηρέτησε τον τουρκικό στόλο με το σκάφος του. Εξαιτίας της δραστηριότητας και ταχύτητας του στη… … Dictionary of Greek
Σκουφάς, Νικόλαος — Ηπειρώτης Φιλικός (Κομπότι, Άρτα 1779 Κωνσταντινούπολη 1819). Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Άρτα, όπου άσκησε για ένα διάστημα το βιοτέχνη των σκούφων (απ’ όπου και το επώνυμο του). Το 1813 ο Σ. βρίσκεται στη Ρωσία· στην Οδησσό ξαναρχίζει το… … Dictionary of Greek
Σοφούλης, Θεμιστοκλής — Έλληνας πολιτικός (Βαθύ, Σάμος 1860 Κηφισιά, Αθήνα 1949). Σπούδασε αρχαιολογία στην Αθήνα και στη Γερμανία και απέκτησε τον τίτλο του υφηγητή αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Το 1900 εγκαταστάθηκε στη Σάμο, όπου εκλέχτηκε πληρεξούσιος… … Dictionary of Greek